Είχε συμπληρώσει σχεδόν επτά μήνες στην Κρήτη, παρακολουθούσε την ειδησεογραφία στη Μάλτα και παράλληλα ετοίμαζε βιογραφικά για να βρει εργασία. Οι τελευταίες ημέρες όμως κυλούσαν δύσκολα για τη Ρωσίδα πληροφοριοδότρια Μαρία Εφίμοβα. Οπως υποστηρίζει η ίδια σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή», είχε ειδοποιηθεί ότι επίκειται σύλληψη του άλλοτε προϊσταμένου της και επικεφαλής της μαλτέζικης τράπεζας Pilatus και ανησυχούσε μήπως υπάρξουν αντίποινα για τα στοιχεία που είχε αποκαλύψει η ίδια.
«Υπήρχε φόβος ότι θα γινόταν κάτι εναντίον μου πριν από τη σύλληψη, καθώς μέρος από τις πληροφορίες για τις δραστηριότητες της τράπεζας προήλθαν από εμένα», λέει στην «Κ». Τότε αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια των ελληνικών αρχών. «Ηρθα αμέσως στην Αθήνα, αποκλειστικά και μόνο για να παραδοθώ. Δεν το έκανα στην Κρήτη, καθώς εκεί βρισκόταν η οικογένειά μου», προσθέτει.
Πράγματι, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνισή της στο Τμήμα Ασφαλείας Συντάγματος στις 20 Μαρτίου, συνελήφθη στις ΗΠΑ ο επικεφαλής της Pilatus Bank, Αλί Σαντρ Χασεμί Νεχάντ, κατηγορούμενος για ξέπλυμα χρήματος και παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν. «Εργάστηκα ως προσωπική βοηθός του ιδιοκτήτη της τράπεζας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 2016. Μετά με απέλυσαν. Στο σχετικό γράμμα που μου έστειλαν δεν ανέφεραν τους λόγους της απόλυσής μου», λέει η Εφίμοβα. «Είχα δουλέψει ξανά σε τράπεζα και είχα εμπειρία από τμήματα Κανονιστικής Συμμόρφωσης. Συχνά τους έλεγα ότι “αυτό που κάνετε δεν είναι νόμιμο”».
Δικαστική περιπέτεια
Η δικαστική της περιπέτεια με την τράπεζα ξεκίνησε όταν διεκδίκησε δεδουλευμένα τα οποία η ίδια υποστηρίζει ότι δεν εισέπραξε ποτέ. Η τράπεζα κινήθηκε εναντίον της, κατηγορώντας την ότι με εταιρικά χρήματα και δίχως έγκριση πλήρωσε αεροπορικά εισιτήρια του άνδρα της και των παιδιών της στη Γερμανία και τη Θεσσαλονίκη, καθώς και μετάβαση του πεθερού της από την Κύπρο στη Μάλτα. Σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα που είναι σε γνώση της «Κ», στις 10 Αυγούστου 2016 η Εφίμοβα ανακρίθηκε από δύο Μαλτέζους αστυνομικούς γι’ αυτές τις κατηγορίες. Η ίδια σε αναφορά της κατήγγειλε κακομεταχείριση. Υποστηρίζει ότι αστυνομικός την έσπρωξε και της υφάρπαξε το κινητό τηλέφωνο, ότι δύο στελέχη της τράπεζας παρακολούθησαν την ανάκρισή της, ότι ένας εκ των αστυνομικών την προσέβαλε με τα σχόλιά του και ο άλλος δήλωνε σίγουρος για την ενοχή της. «“Είμαστε φίλοι της τράπεζας”, μου έλεγαν οι αστυνομικοί που με ανέκριναν και μάλιστα με πίεζαν να ζητήσω συγγνώμη ενώπιον των διευθυντών μου που είχαν φέρει στο αστυνομικό τμήμα», λέει η 36χρονη Ρωσίδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από τα άτομα που ανέκριναν τότε την Εφίμοβα παραιτήθηκε από τη θέση του στη μαλτέζικη αστυνομία και εμφανίζεται πρόθυμος να έρθει στην Ελλάδα και να καταθέσει υπέρ της Ρωσίδας όταν συζητηθεί η υπόθεσή της στο Συμβούλιο Εφετών. Η 36χρονη μεταφέρθηκε από τις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού σε αυτές του Ελεώνα Θηβών. «Είναι σε καλή κατάσταση, ωστόσο παραμένει συναισθηματικά φορτισμένη καθώς είναι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν το καθεστώς της κράτησης», λέει ο συνήγορός της Αλέξανδρος Παπαστεριόπουλος.
Ελληνική αστυνομική πηγή διευκρίνισε στην «Κ» ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος της Εφίμοβα ένταλμα σύλληψης από την Κύπρο. Οι κυπριακές αρχές φέρονται να είχαν προσπαθήσει να καταχωρίσουν ερυθρά αγγελία για την 36χρονη Ρωσίδα. Η γενική γραμματεία της Interpol όμως απέρριψε το αίτημά τους, διότι τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί κρίθηκαν ανεπαρκή.